περιχείλωση

περιχείλωση
η, Ν·1. η ύφανση, το ράψιμο ή το κέντημα μπορντούρας γύρω γύρω σε ύφασμα ή ένδυμα
2. η διαμόρφωση χείλους στα άκρα μεταλλικών σκευών ή ελασμάτων με κύρτωσή τους
3. η μπορντούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιχειλώνω. Η λ., στον λόγιο τ. περιχείλωσις, μαρτυρείται από το 1845 στον Θ. Μανούση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”